Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Η πολιτική ορθότητα και οι σταυροφόροι της βλακείας



                                                                                                                                                                   του Άρη Αλεξανδρή                          
Εδώ και λίγο καιρό, αισθάνομαι ότι η δημόσια έκφραση έχει υπαχθεί σ’ έναν πρωτόγνωρα σκληρό και παράλληλα άκριτο κώδικα λαϊκής ευπρέπειας. Είναι σα να μην επιτρέπεται να μιλήσεις ελεύθερα γιατί κάποιος θα πεταχτεί σίγουρα να σου απαριθμήσει τους λόγους που απαγορεύεται να το κάνεις. Πάντα υπήρχαν θέματα ταμπού, αλλά πλέον το ταμπού είναι η ίδια η γλώσσα, που πρέπει να φιλτράρεται μέσα από ένα άτυπο όργανο εξάλειψης της διαφωνίας, για να μην ταραχτούν κάποιοι. Το όργανο είναι κατασκευασμένο αλλά άμορφο, και ονομάζεται πολιτική ορθότητα.
Η πολιτική ορθότητα είναι ένα αόριστο και ασαφές κράμα ευγένειας, ηθικής, ευαισθησίας και τακτ, που ο καθένας ερμηνεύει υποκειμενικά και επικαλείται συμφεροντολογικά, όταν η προσφυγή στους τύπους φαντάζει ως η μόνη ασπίδα απέναντι στην ασύμφορη ουσία. Τράβα την από τα μαλλιά, στένεψέ την, φάρδυνέ την, ζούλα την όσο νομίζεις, και στο τέλος θα σου δώσει ακριβώς αυτό που θέλεις. Το δίκιο σου

Ελάχιστοι νοιάζονται για τον ρατσισμό, τον σεξισμό και τις κάθε λογής κοινωνικές ανισότητες όταν παίρνουν σάρκα και οστά μπροστά τους, ελάχιστοι πολεμούν την αδικία όταν αυτή υψώνεται ενώπιόν τους ως ανθρώπινο μέγεθος, ως απτή παράμετρος της δουλειάς, των κοινωνικών τους σχέσεων ή της οικογένειάς τους. Όλοι όμως φλογίζονται από ανθρωπιστικό ζήλο όταν τα παραπάνω προσφέρουν την ευκαιρία για εκ του ασφαλούς ψόγους και αφορισμούς, όταν είναι να καταδικάσουν κάτι όχι γι’ αυτό που είναι, αλλά για τον τρόπο που αυτό εκφράστηκε. Δεν μας νοιάζει το άδικο που συμβαίνει, δηλαδή, αλλά μελετάμε τα επιμέρους τυπολογικά χαρακτηριστικά του, τα παπαγαλίζουμε, και στη συνέχεια τα χρησιμοποιούμε για να βαφτίσουμε άδικο ό,τι δεν μας αρέσει. Η τέλεια φιλολογική στρεψοδικία – εσύ μπορεί να μην είσαι ρατσιστής, αλλά αν θέλω να είσαι, θα φροντίσω να φανείς ως τέτοιος. Επειδή δεν τήρησες τους τεχνικούς όρους που αυθαίρετα ορίζω ότι πρέπει να τηρείς, για να διαφύγεις τον στιγματισμό. Κάτι σαν τον κακό μπάτσο που φυτεύει ναρκωτικά στο πορτμπαγκάζ εκείνου που για δικούς του λόγους θέλει να ενοχοποιήσει.
Το βλέπω συνέχεια στο facebook, την κατ’εξοχήν πλατφόρμα ατομικής υποκρισίας, και το παρατηρώ λιγότερο σε παρέες έξω, όπου είναι πάντα πιο δύσκολο -αλλά όχι ακατόρθωτο- να υποδυθείς τον ευαισθητοποιημένο ιεραπόστολο της συμπαντικής ηθικής: Υπάρχουν μονίμως άνθρωποι που αστυνομεύουν τη γνώμη σου σχεδόν πριν τη διατυπώσεις, για να τη μεταμορφώσουν σ’αυτό που θα ‘θελαν να είναι, προκειμένου να την καταγγείλουν π.χ ως ρατσιστική ή σεξιστική. Το πνεύμα του λόγου σου διαστρεβλώνεται επίτηδες, ακόμα κι αν η αστυνομία της άποψης έχει καταλάβει πολύ καλά πως δεν εννοείς αυτό για το οποίο σκοπεύει να σε κατηγορήσει, και στο στόχαστρο της παρανοϊκής δίωξης μπαίνουν οι λέξεις σου, ξερές. Χωρίς context, χωρίς συνεκτίμηση της προσωπικής χροιάς που τους δίνεις, χωρίς καμία αξιολόγηση της μεταφορικότητας, των συμβολισμών ή του χιούμορ που επιχειρείς μέσω αυτών. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα είδος αυτοεκπληρούμενης προφητείας· οι προστάτες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ξεχύνονται για να αντιμετωπίσουν το καλπάζον έγκλημα, κι όταν δεν το βρίσκουν, το εφευρίσκουν.
Ανάμεσα σ’ αυτούς που έχουν πάρει εργολαβία την εκφραστική δεοντολογία και μοιράζουν ποινές στους απείθαρχους που επιμένουν να εκφράζονται ελεύθερα, υπάρχουν, βέβαια, και οι χαζοί. Όπως, δηλαδή, συμβαίνει σε όλες τις αντίστοιχες επιδημίες, έτσι και σ’ αυτήν, υπάρχουν κι εκείνοι που απλώς δεν αντιλαμβάνονται ότι η γλώσσα αποκτά τη σημασία που της δίνεις, ότι οι εκφράσεις επιδέχονται θετική και αρνητική φόρτιση, ότι τα πράγματα δεν είναι απαραίτητα ασπρόμαυρα. Συνεργώντας κατά λάθος με τους καθ’ έξιν προπαγανδιστές και συκοφάντες, υιοθετούν τσιτάτα, τσουβαλιάζουν, συγχέουν έννοιες και όρους, παρερμηνεύουν σημασίες, και ανάλογα με το trend της εποχής σε καταδιώκουν απερίσκεπτα επειδή νομίζουν ότι τους προσέβαλες. Επειδή αποφάσισαν ότι τους προσέβαλες.
Κάθε “νέα ανακάλυψη” αποτελεί αφορμή για περιστολή της ελεύθερης έκφρασης από τους πλέον αναρμόδιους, η αναρμοδιότητα των οποίων αποδεικνύεται ακριβώς απ’ το ότι ανάγουν κοινωνικά φαινόμενα σε νέες ανακαλύψεις. Επειδή, πριν αυτά ξεσπάσουν, απλώς δεν τα γνώριζαν. Η “ανακάλυψη” του bullying ήταν για τους βλάκες της πολιτικής ορθότητας μια υπέροχη ευκαιρία να βαφτίσουν τα πάντα bullying, και να ανιχνεύσουν δεκάδες ανύπαρκτους bullies-εχθρούς της κοινωνικής ειρήνης, στον δρόμο τους προς την εννοιολογική παραφορά. Δεν έχει σημασία αν στραβοκοίταξες, προσέβαλες, έβρισες, ειρωνεύτηκες, παρενόχλησες, έδειρες κάποιον, δεν υπάρχει εξειδίκευση και διαβάθμιση στο μυαλό αυτών των ανθρώπων. Αρκεί να είσαι αγενής, άρα πολιτικά μη ορθός, και θα σου προσάψουν την κατηγορία που τόσο τους συναρπάζει.
Το ίδιο ισχύει και για τον σεξισμό. Δεν έχει σημασία τι σημαίνει, από πού προκύπτει, πού στοχεύει. Οι άνθρωποι της πολιτικής ορθότητας κατέχουν μια γενική ιδέα (χμ, ότι μάλλον έχει να κάνει με το φύλο), και θα σ’τον φορέσουν εντελώς αδικαιολόγητα, αρκεί και πάλι να εκφραστείς αγενώς, καταπατώντας τη γραμμή πολιτικής ορθότητας που χάραξαν ανάμεσα σε σένα και όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Δεν έχει σημασία αν υποτίμησες κάποιον με άξονα το φύλο του ή αν απλώς είσαι αγενής μαζί του ανεξαρτήτως φύλου. Σημασία έχει μόνο να σταματήσεις να μιλάς για αυτόν/αυτή που θέλουν να υπερασπιστούν ή να σταματήσεις να χρησιμοποιείς την έκφραση που δεν τους άρεσε. Είσαι σεξιστής λοιπόν, ακόμα κι αν δεν σου αρέσει το τραγούδι μιας τραγουδίστριας ή αναφερθείς στα βυζιά της. Είναι αδιάφορο το αν εκπλήρωσες την αντικειμενική υπόσταση του σεξισμού, αν όντως τα βάζεις με κάποιον επειδή είναι γυναίκα ή άντρας. Οι λεπτομέρειες του εγκλήματός σου θα μαγειρευτούν στην πορεία και ελάχιστα σε αφορούν. Η καταδίκη σου είναι προδιαγεγραμμένη.
Τα ίδια συμβαίνουν και με τον ρατσισμό, σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα μάλιστα, λόγω της -άλλοτε λογικής άλλοτε παράλογης- διεύρυνσης που έχει προσλάβει η έννοια. Και η λογοκριτική εκστρατεία πολιτικής ορθότητας θα συνεχίσει να γιγαντώνεται όσο η ξερολίαση, ο παρεμβατισμός και ο ανερμάτιστος φορμαλισμός αντικαθιστούν τη μόρφωση, την κριτική ικανότητα και την έμφαση στην ουσία. Ωστόσο, βέβαια, η σκέψη τρέχει, και όσο τρέχει η σκέψη, τρέχει και ο λόγος. Και όσο επιμένουμε να μιλάμε, ακόμα κι αν λέμε βλακείες καμιά φορά, δεν έχουμε να φοβόμαστε τίποτα. Η ιστορία είναι αυτή που θα μας ξεβρακώσει όλους.
Άρης Αλεξανδρής